25/1/2018

Ο τουρκικός επεκτατισμός και ο επόμενος Πρόεδρος

Παρακολουθώντας τις τοποθετήσεις για το Κυπριακό εν όψει των προεδρικών εκλογών παραμένω έκπληκτος καθώς ένα μέρος του πολιτικού συστήματος αλλά και της κοινωνίας τοποθετείται δείχνοντας να υποτιμά ή και να αγνοεί τον ρόλο της Τουρκίας.  Κατ’ επανάληψιν έχω αναφερθεί στην ιδεολογικοποίηση του Κυπριακού και τις ολέθριες επιπτώσεις.  Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει η προσκόλληση στη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία η οποία όπως συζητείται περιστρέφεται γύρω από τις συμφωνίες Χριστόφια-Ταλάτ (23 Μαΐου 2008) και Αναστασιάδη-Έρογλου (11 Φεβρουαρίου 2014).  Η πολιτική αυτή κατέρρευσε στο Κραν Μοντάνα τον περασμένο Ιούλιο παρά τις διαχρονικές ελληνοκυπριακές παραχωρήσεις και τη σταδιακή προσαρμογή τους προς τις θέσεις της άλλης πλευράς, καθώς η Τουρκία επέμενε στις εγγυήσεις και στην παραμονή στρατευμάτων.

Ακόμα όμως και να υποχωρήσει η Άγκυρα στο θέμα των εγγυήσεων και των στρατευμάτων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί βιώσιμη διευθέτηση στη βάση των όσων έχουν συμφωνηθεί μέχρι σήμερα. Είναι για αυτό που προβάλλει ως αναγκαιότητα η υιοθέτηση μιας διαφορετικής προσέγγισης η οποία να περιλαμβάνει την εξελικτική διαδικασία.

Ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά υπέπεσε διαχρονικά σε σοβαρά λάθη δεν μπορεί να της καταλογισθεί η μη επίλυση του Κυπριακού μετά το 1974. Η διαιώνιση του προβλήματος δεν είναι αποτέλεσμα εθνικιστικών και απορριπτικών τάσεων ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους αλλά παραμένει προϊόν του τουρκικού μαξιμαλισμού, ο οποίος προωθεί την προτεκτορατοποίηση της Κύπρου με πρόφαση τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων.

Είναι σημαντικό να αξιολογηθεί η στάση της Άγκυρας. Τις τελευταίες μέρες η Τουρκία εισέβαλε στη Συρία (χωρίς να είναι εγγυήτρια δύναμη) με στόχο να παρεμποδίσει τη δημιουργία αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη χώρα.  Στην Κύπρο όμως η Τουρκία εισέβαλε και κατέκτησε δια της βίας 37% του εδάφους για να δημιουργήσει ανεξάρτητη τουρκοκυπριακή οντότητα με τελικό στόχο την καταστροφή της Κυπριακής Δημοκρατίας και προτεκτορατοποίηση της Μεγαλονήσου.

Στην Τουρκία δεν αναγνωρίζονται ούτε ως μειονότητα τα εκατομμύρια των Κούρδων ενώ παραβιάζονται συστηματικά τα πολιτικά και τα ατομικά τους δικαιώματα.  Ούτε και στο Ιράκ η Τουρκία επιτρέπει τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, ούτε και στη Συρία αυτόνομη κουρδική περιοχή.  Και όμως στην Κύπρο η στάση της Τουρκίας είναι ακριβώς η αντίθετη: για την τουρκοκυπριακή μειονοτική κοινότητα η απαίτηση είναι όχι μόνο η προστασία των δικαιωμάτων τους αλλά και η πολιτική ισότητα καθώς και ο παραμερισμός του νόμιμου κράτους και η αντικατάστασή του με ένα τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα, το οποίο η Άγκυρα θα ελέγχει μέσω του «τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους».

Εν ολίγοις η Τουρκία παρουσιάζει μια τεράστια ασυνέπεια στο πώς αντικρίζει τα διάφορα ζητήματα: ενώ δεν αναγνωρίζει ως μειονότητες εντός της επικράτειας της εκατομμύρια πολιτών της, Κούρδων και άλλων, σε άλλα κράτη όπου διαβιούν κοινότητες τουρκικής καταγωγής επιδιώκει το μέγιστον.  Και όταν οι κουρδικές μειονοτικές κοινότητες σε γειτονικά κράτη προσπαθούν να δημιουργήσουν αυτόνομες οντότητες προσπαθεί να τις καταπνίξει διότι δεν θέλει να υπάρξουν ανάλογες εξελίξεις στο εσωτερικό της. Η Τουρκία είναι συνεπής μόνο ως προς την εξυπηρέτηση των δικών της εθνικών συμφερόντων όπως η ίδια τα προσδιορίζει.

Είναι λοιπόν προφανές ότι στο Κυπριακό καμιά ουσιαστική εξέλιξη για μια τελική διευθέτηση δεν είναι εφικτή χωρίς τη βούληση της Τουρκίας.  Είναι επιβεβλημένο να πολιτευόμαστε με σύνεση, με πραγματισμό και όχι με ψευδαισθήσεις και με ρομαντικές υποθέσεις.  Απαιτούνται, μεταξύ άλλων, νέο αφήγημα και ένα αποτελεσματικό κράτος στα πλαίσια του οποίου θα πρέπει να επιδιώξουμε την εκπλήρωση των στόχων μας. Αυτά είναι, μεταξύ άλλων, που θα πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο επόμενος Πρόεδρος, ο οποίος θα πρέπει επιτέλους να τολμήσει να ακολουθήσει μια νέα προσέγγιση.