Ανδρέας Θεοφάνους

17/7/20

Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και ο μακροχρόνιος

Μετά την τουρκική εισβολή και την κατάληψη του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση στη Μεγαλόνησο.  Η χώρα αντιμετώπιζε μια πραγματική τραγωδία.

Στις 30 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου του 1974 έγινε στην Αθήνα μια εις βάθος συζήτηση για την επόμενη μέρα.  Στη σύσκεψη έλαβαν μέρος, μεταξύ άλλων, οι Καραμανλής, Αβέρωφ, Μπίτσιος, Μακάριος, Κληρίδης, Παπαδόπουλος, Χριστοφίδης, Κυπριανού και Κρανιδιώτης.  Ο Μακάριος υπογράμμισε ότι θα ήταν ανεκτή μια πολυπεριφερειακή ομοσπονδία όπου το έδαφος υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση θα ήταν γύρω στο 20%.  Ο Κληρίδης τόνισε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά θα συζητούσε μια διπεριφερειακή ομοσπονδία όπου το έδαφος υπό τη διοίκησή της θα ήταν γύρω στο 25%.  Τάχθηκε επίσης υπέρ χειρισμών που θα οδηγούσαν σε γρήγορη διευθέτηση καθώς «η διαιώνιση του προβλήματος εγκυμονούσε τεράστιους κινδύνους».  Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με τις προσεγγίσεις Κληρίδη.  Ο Μακάριος υπογράμμισε ότι θα προτιμούσε τη διαιώνιση του status quo χωρίς την έγκρισή μας από μια λύση όπου με την υπογραφή μας το 28% του εδάφους θα ήταν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση.

Στη σύσκεψη συζητήθηκαν επίσης τα θέματα της επιστροφής των προσφύγων και των βασικών ελευθεριών.  Υπήρχε επίσης η υπόθεση εργασίας ότι το κύριο ζητούμενο της ομοσπονδίας θα ήταν οι ρυθμίσεις στο εδαφικό επίπεδο.  Δεν υπήρξε ο ανάλογος προβληματισμός ούτε και η σχετική επιστημονική υποστήριξη για αξιολόγηση των προεκτάσεων των υπό συζήτηση θεμάτων.

Όταν ο Μακάριος πείσθηκε να προβεί σε ουσιαστικές υποχωρήσεις αποδεχόμενος τη συμφωνία υψηλού επιπέδου στις 12 Φεβρουαρίου 1977 για μια δικοινοτική ομοσπονδία, δεν υπήρξε η αναμενόμενη ανταπόδοση από την τουρκοκυπριακή πλευρά.  Έτσι στην τελευταία του ομιλία στις 20 Ιουλίου 1977 ο Μακάριος υπαναχώρησε διακηρύττοντας την αναγκαιότητα ενός μακροχρόνιου αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου.  Ένας από τους βασικούς πυλώνες της συγκεκριμένης φιλοσοφίας ήταν η ενίσχυση της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αποφυγή της επιδείνωσης του status quo.

Στις 19 Μαΐου 1979 ο Σπύρος Κυπριανού κατέληξε σε νέα συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ραούφ Ντενκτάς, η οποία βελτίωνε τη συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς.  Ούτε και αυτή τη φορά η τουρκοκυπριακή πλευρά ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις που προνοούσε η συμφωνία, όπως για παράδειγμα, η πρόνοια για την επιστροφή των Βαρωσίων υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ και η επανεγκατάσταση των νόμιμων κατοίκων με την επανέναρξη του διακοινοτικού διάλογου.

Μετά την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983 υπήρξαν καταδικαστικά ψηφίσματα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.  Επιπρόσθετα, ο ΓΓ του ΟΗΕ Περέζ Ντε Κουεγιάρ ανέλαβε πρωτοβουλία για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις.  Ο Πρόεδρος Κυπριανού θεώρησε ότι εν πολλοίς οι Δείκτες Κουεγιάρ εξυπηρετούσαν τις θέσεις της τουρκικής πλευράς.  Παρά ταύτα, υπό την πίεση του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ καθώς και μέρους της διεθνούς κοινότητας, ο Κυπριανού εξάντλησε όλα τα περιθώρια για διευθέτηση.  Όταν ρώτησε κατά πόσον στην περίπτωση κατάρρευσης της μεταβατικής κυβέρνησης θα ήταν δυνατή η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, η απάντηση του Κουεγιάρ ήταν αρνητική.  Τότε ο Κυπριανού, σωστά, αποχώρησε.  Ο Π. Πολυβίου στο βιβλίο του «Κυπριανού και Κυπριακό, Η συνάντηση κορυφής της Νέας Υόρκης το 1985» στο οποίο αξιολόγησε τις συνομιλίες κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι ο Κυπριανού σωστά έπραξε.

Στη συνέχεια ακολούθησαν οι Ιδέες Γκάλι και το Σχέδιο Ανάν.  Προηγουμένως για πρώτη φορά είχε συμπεριληφθεί ο όρος διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1990 (Ψήφισμα 649). Ο όρος αυτός υπονοούσε κάτι διαφορετικό από τη διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία.  Το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε, μεταξύ άλλων, δύο συνιστώντα κρατίδια και νέα ιδρυτική συμφωνία.  Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε ο όρος συνιστώντα ήταν στο Αμερικανο-Καναδικο-Βρετανικό Σχέδιο το 1978 όπου υπήρχε αναφορά για συνιστώσες περιφέρειες (constituent regions) και όχι μόνο για περιφέρειες.  Το συγκεκριμένο Σχέδιο απορρίφθηκε από τη ΔΗΠΑ (το σημερινό ΔΗΚΟ), την ΕΔΕΚ και το ΑΚΕΛ ενώ είχε γίνει αποδεκτό από τον ΔΗΣΥ.

Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος έχασε μοναδική ευκαιρία για επανατοποθέτηση μετά το δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου 2004.  Το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο που θα ήταν δυνατή η νομιμοποίηση μιας ουσιαστικής αλλαγής.  Ασφαλώς το ζητούμενο δεν θα ήταν το ενιαίο κράτος αλλά μια πραγματική ομοσπονδία στα πλαίσια του σεβασμού τόσο των κοινοτικών όσο και των ατομικών δικαιωμάτων.

Η συνέχεια είναι γνωστή.  Παρά τις υψηλές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί από την ταυτόχρονη παρουσία Χριστόφια και Ταλάτ και ιδίως μεταγενέστερα με Αναστασιάδη και Ακιντζί, δεν υπήρξε κατάληξη σε λύση. Και ο Αναστασιάδης θα μπορούσε να είχε προχωρήσει σε μια μορφή επανατοποθέτησης μετά το ναυάγιο στο Κράν Μοντάνα τον Ιούλιο του 2017 αλλά δεν το έπραξε.

Το Κυπριακό σήμερα βρίσκεται σε αδιέξοδο.  Και οι προοπτικές είναι ζοφερές.  Αξιολογώντας την όλη πορεία μετά το 1974 αναμφίβολα το διαπραγματευτικό πλαίσιο μετατοπίσθηκε σε μεγάλο βαθμό προς τις τουρκικές θέσεις.  Παρά τις οδυνηρές ελληνοκυπριακές παραχωρήσεις δεν κατέστη δυνατή η επίλυση του Κυπριακού.  Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος η πολιτική που έχει ακολουθηθεί όλα αυτά τα χρόνια έχει αποτύχει.  Εάν το όλο ζήτημα ήταν θέμα «αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης και προστασίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας» όπως ισχυρίσθηκε η Τουρκία όταν εισέβαλε στην Κύπρο, θα είχε προ πολλού διευθετηθεί.  Η κύρια διάσταση του προβλήματος έγκειται στην προσπάθεια της Τουρκίας να θέσει υπό τον γεωπολιτικό της έλεγχο ολόκληρη την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο.  Διαχρονικά η Τουρκία έχει αξιοποιήσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα και έχει επίσης εκμεταλλευθεί λάθη και παραλήψεις της ελληνικής πλευράς. Επιπρόσθετα, με τον εποικισμό και τον υβριδικό πόλεμο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας προωθεί τους πάγιους στόχους της. Ενώ είναι αδύνατο να γυρίσουμε πίσω το ρολόι, είναι καθοριστικής σημασίας να λάβουμε υπ’ όψιν την ιστορία στον καθορισμό μιας πορείας εθνικής επιβίωσης.