Ανδρέας Θεοφάνους

21/11/19

Στο Βερολίνο με πραγματισμό και σαφή όρια

Λίγο πριν την τριμερή συνάντηση στο Βερολίνο οι προοπτικές για το Κυπριακό δεν είναι θετικές καθώς δεν υπάρχουν οι ενδείξεις για ετοιμότητα της τουρκικής πλευράς να επιδείξει ευελιξία και μετριοπάθεια και να ανοίξει ο δρόμος για πραγματική πρόοδο.  Είναι τραγικό το γεγονός ότι ατέρμονοι διαχρονικοί κύκλοι διακοινοτικών διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΓΓ του ΟΗΕ δεν οδήγησαν σε διευθέτηση του Κυπριακού ή έστω και σε ουσιαστική πρόοδο.  Και τούτο παρά τη σταδιακή αλλά σταθερή μετατόπιση του διαπραγματευτικού πλαισίου προς τις θέσεις της τουρκικής πλευράς.  Υπενθυμίζω συναφώς ότι όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά απεδείχθη τον οδυνηρό συμβιβασμό της δικοινοτικής ομοσπονδίας σε γεωγραφική βάση με τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 δεν ετίθετο θέμα συνιστώντων κρατών, εκ περιτροπής προεδρία και ούτω καθ’ εξής.

Όλα αυτά τα χρόνια η δική μας πλευρά ανταποκρινόταν θετικά στις προκλήσεις του ΓΓ του ΟΗΕ παρά τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις.  Και πάντοτε έκανε το επιπρόσθετο βήμα για να διατηρηθεί το «καλό κλίμα» καθώς υπήρχε ο φόβος επίρριψης ευθυνών στη δική μας πλευρά.  Έτσι και στην παρούσα συγκυρία η δική μας πλευρά δεν είχε την πολυτέλεια να απορρίψει πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για μια συνάντηση ή για διάλογο. Οφείλει ωστόσο να είναι σαφής ως προς τις επιδιώξεις της και τα όριά της.

Η Γραμματεία του ΟΗΕ ακολούθησε διαχρονικά μια πολιτική ίσων αποστάσεων.  Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το ανισοζύγιο δυνάμεων, αρκετές φορές ο ΟΗΕ έχει μεροληπτήσει υπέρ της τουρκικής πλευράς.  Δεν ήταν μόνο το ετεροβαρές Σχέδιο Ανάν.  Πολύ προηγουμένως και λίγο μετά την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983 η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ ναυάγησε καθώς ικανοποιούντο όλοι οι στόχοι της τουρκικής πλευράς αλλά όχι οι ανησυχίες της ελληνικής πλευράς.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έπρεπε προ πολλού να είχε θέσει τα όρια της.  Ταυτόχρονα επειδή η διακοινοτική διάσταση του Κυπριακού δεν είναι η κυριότερη, το νόμιμο κράτος θα μπορούσε να είχε καταθέσει τις κατευθυντήριες γραμμές επίλυσης του προβλήματος και να είχε προσπαθήσει να διαφοροποιήσει τη βάση των διαπραγματεύσεων.  Με τη σημερινή μορφή το Κυπριακό αντιμετωπίζεται ως ένα κατ’ εξοχή διακοινοτικό πρόβλημα με την Τουρκία να είναι τρίτο μέρος και να έχει «θετική συμβολή» στις προσπάθειες επίλυσης του.

Από την κατάρρευση της διαδικασίας στο Κρανς Μοντάνα τον Ιούλιο του 2017, η τουρκική πλευρά αναβάθμισε τις απαιτήσεις της.  Επιπρόσθετα, η Άγκυρα έχει κατ’ επανάληψιν εισβάλει στην Κυπριακή ΑΟΖ και διεξάγει έρευνες.  Η Τουρκία αμφισβητεί περίπου το 70% της Κυπριακής ΑΟΖ ενώ για το υπόλοιπο απαιτεί τη συνδιαχείριση με τους Τουρκοκύπριους.  Ταυτόχρονα η τουρκοκυπριακή πλευρά προβαίνει σε ενέργειες για τον εποικισμό της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πρόσφατες δηλώσεις του ο διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής πλευράς Πρέσβης Ανδρέας Μαυρογιάννης ανέφερε ότι η τουρκική πλευρά επιζητεί τα πάντα πριν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Είναι προφανές ότι ο τουρκικός μαξιμαλισμός δεν επιτρέπει αισιοδοξία για θετικό αποτέλεσμα.

Επέστη η στιγμή κατά την οποία η πλευρά μας καλείται να επαναξιολογήσει την όλη πορεία του Κυπριακού και το τι έλαβε χώρα στις διαπραγματεύσεις μετά το 1974.  Είναι επίσης σημαντικό να αναδειχθούν οι τουρκικές αντιφάσεις.  Για παράδειγμα, δεν μπορεί η Τουρκία να επικαλείται τα δικαιώματά της καθώς και αυτά των Τουρκοκυπρίων που πηγάζουν από το Σύνταγμα του 1960 και ταυτόχρονα να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.  Επιπρόσθετα, πρέπει να κατανοηθεί επίσης ότι η Τουρκία δεν αρκείται στη διχοτόμηση.  Αντίθετα, επιδιώκει μια διευθέτηση η οποία θα νομιμοποιεί τον στρατηγικό της έλεγχο σε ολόκληρη την Κύπρο.  Βασικό όχημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ερμηνεία της πολιτικής ισότητας που δίδει η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία. Εκ των πραγμάτων η πλευρά μας καλείται να προστατεύσει την κρατική μας υπόσταση ως κόρη οφθαλμού και να την ενισχύει συνεχώς.  Παράλληλα είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα αφήγημα το οποίο να αποκαθιστά την πραγματικότητα για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο και να αναδεικνύει τις τεράστιες ευθύνες της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.